μπινεύω

μπινεύω
1. ιππεύω, καβαλώ, καβαλικεύω
2. μτφ. συνουσιάζομαι παρά φύσιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. binmek].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπίνα — η καβάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπινεύω] …   Dictionary of Greek

  • μπινές — ο κίναιδος και ιδίως ο προχωρημένης ηλικίας, που συνήθως αμείβει χρηματικώς τον εραστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπινεύω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”