μπίνα — η καβάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπινεύω] … Dictionary of Greek
μπινές — ο κίναιδος και ιδίως ο προχωρημένης ηλικίας, που συνήθως αμείβει χρηματικώς τον εραστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπινεύω*] … Dictionary of Greek